- ισογαιος
- ἰσόγαιοςἰσό-γαιος2находящийся вровень с землей
(θάλασσα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(θάλασσα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ισόγαιος — ἰσόγαιος, ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, ων και επιγρ. ἰσόγειως, ων (ΑΜ) 1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.) 2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεως στο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος… … Dictionary of Greek
ἰσόγαιον — ἰσόγαιος of equal height in relation to the land masc/fem acc sg ἰσόγαιος of equal height in relation to the land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσογαίους — ἰσόγαιος of equal height in relation to the land masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek